μετασσαι

μετασσαι
    μέτασσαι
    αἱ [μετά I] ягнята среднего возраста (моложе πρόγονοι и старше ἕρσαι) Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετασσαι" в других словарях:

  • μέτασσαι — μέτασσαι, αἱ (Α) (για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ αὖθ ἕρσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα τι αι (< IE * tyo , πρβλ. αρχ. ινδ. apa tya , amᾱ tya , nitya ), βλ.… …   Dictionary of Greek

  • μέτασσαι — μέτασσα thereafter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπισσα — ἔπισσα, ἡ (Α) αυτή που γεννήθηκε αργότερα ή τελευταία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το μέτασσαι* «μεταγενέστερες». Εμφανίζει επίθημα τι αι (πρβλ. περισσός)] …   Dictionary of Greek

  • μέτασσα — μέτασσα, τὰ (Α) αυτά που ακολουθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτασσαι*(αἱ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»